- θύννος
- Άλλη ονομασία του ψαριού τόνος (βλ. λ.), της ποικιλίας μαγιάτικο. Από την ονομασία του προέρχεται η λέξη θυννείο, που σημαίνει θαλάσσιο χώρο κοντά σε ακτή, με ρηχά νερά, που είναι περιφραγμένος με δίχτυα για το ψάρεμα κυρίως θ.
* * *ο (ΑΜ θύννος, θηλ. θυννίς και θύννα)τόν(ν)ος, είδος μεγάλου εδώδιμου ψαριού της Μεσογείου που ανήκει στην οικογένεια τών σκομβριδών.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. δεν είναι ελληνικής προελεύσεως. Λανθασμένη η σύνδεση της με το εβρ. tannīn «θαλάσσιο τέρας». Στην αρχαιότητα συνδέθηκε παρετυμολογικά με τα θύνω, θύω (ΙΙ).ΠΑΡ. αρχ. θυννάζω, θυνναίος, θύνναξ, θυννείον, θύννειος, θυννευτικός, θυννίζω, θυννίς, θυννίτης, θυννώδης.ΣΥΝΘ. αρχ. θυννοθήρας, θυννοκέφαλος, θυννολογώ, θυννοσκοπείον, θυννοσκοπία, θυννοσκόπος, θυννοσκοπώμσν.θυννόκομμαν, θυννομαγερία].
Dictionary of Greek. 2013.